ἀναρπάγδην

ἀναρπάγδην
ἀναρπάγδην
snatching up violently
indeclform (adverb)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αναρπάγδην — ἀναρπάγδην επίρρ. (Α) [αναρπάζω] με βίαιη αρπαγή, βίαια, αρπακτικά …   Dictionary of Greek

  • αναρπάζω — (AM ἀναρπάζω) 1. σκύβω και αρπάζω κάτι από το έδαφος, αρπάζω προς τα επάνω 2. παίρνω κάτι με τη βία, το αρπάζω και το παίρνω μαζί μου 3. κυριεύω με έφοδο, λαφυραγωγώ αρχ. 1. σέρνω, τραβώ με τη βία 2. αρπάζω κάτι από τη μέση, κάνω απαγωγή, απάγω 3 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”